Χρόνια Φλεβική Ανεπάρκεια – Κιρσοί

Η  χρόνια  φλεβική  ανεπάρκεια  αποτελεί  την  πιο  συχνή  διαταραχή  των  περιφερικών  αγγείων.  Εκτιμάται,  ότι  ποσοστό  10  ως  35%  του  πληθυσμού  πάσχει  από  χρόνια  φλεβική  ανεπάρκεια. 

Παίρνοντας  τα  πράγματα  από  την  αρχή,  σε  φυσιολογικές  συνθήκες  το  αίμα,  που  έχει  φτάσει  στα  κάτω  άκρα  μέσω  των  αρτηριών,  πρέπει  να  επιστρέψει  στην  καρδιά  μέσω  των  φλεβών.  Έτσι  λοιπόν  οι  φλέβες,  με  τη  βοήθεια  των  βαλβίδων  που  έχουν  στο  εσωτερικό  τους,  επιτρέπουν  τη  ροή  του  αίματος  από  τα  κάτω  άκρα  προς  την  καρδιά  και  όχι  αντίστροφα.  Κάποιες  φορές  οι  βαλβίδες  αυτές  καταστρέφονται,  οπότε  το  αίμα  πλέον  κινείται  μπρός – πίσω,  παλινδρομεί  και  εν  ολίγοις  «λιμνάζει»  στα  κάτω  άκρα,  προκαλώντας  μια  σειρά  από  ενοχλήσεις,  όπως  το  οίδημα  (πρήξιμο),  η  αλλαγή  χρώματος  στο  δέρμα,  οι  κράμπες,  ο  κνησμός  (φαγούρα),  το  αίσθημα  βάρους  και  ο  πόνος. 

Οι  αιτίες  που  προκαλούν  τη  βλάβη  στις  βαλβίδες  των  φλεβών  είναι  πολλές.  Κατ’αρχάς,  η  κληρονομικότητα  φαίνεται  να  παίζει  σημαντικό  ρόλο.  Επίσης  ο  τρόπος  ζωής  και  συγκεκριμένα  η  καθιστική  ζωή  ή  η  ορθοστασία,  η  παχυσαρκία,  το  γυναικείο  φύλο,  η  προχωρημένη  ηλικία,  η  εγκυμοσύνη  κλπ.  Στη  χρόνια  φλεβική  ανεπάρκεια  διακρίνονται  6  στάδια  ανάλογα  με  τη  βαρύτητα.  Για  παράδειγμα,  οι  ευρυαγγείες  αποτελούν  το  πρώτο  στάδιο  της  νόσου,  φτάνοντας  στο  πέμπτο  και  το  έκτο,  όπου  παρουσιάζονται  έλκη  (πληγές),  συνήθως  στο  κάτω  τμήμα  της  κνήμης. 

Οι  σοβαρότερες  επιπλοκές  της  χρόνιας  φλεβικής  ανεπάρκειας  είναι  η  θρόμβωση,  η  δημιουργία  έλκους,  η  αλλαγή  χρώματος  στο  δέρμα  και  η  αιμορραγία. 

Όταν  ο  ασθενής  παρουσιάζει  κάποια  από  τα  προαναφερθέντα  συμπτώματα,  καλό  θα  ήταν  να  εξεταστεί  από  αγγειοχειρουργό,  ο  οποίος  θα  εκτιμήσει  τη  βαρύτητα  της  νόσου  και  λαμβάνοντας  υπ’όψιν  τα  αποτελέσματα  του  έγχρωμου  υπερηχογραφήματος  (τρίπλεξ),  θα  προτείνει  την  καλύτερη  θεραπεία.  Η  αντιμετώπιση  μπορεί  να  είναι  συντηρητική  ή  χειρουργική.  Η  συντηρητική  αντιμετώπιση  έγκειται  στη  χρήση  φαρμάκων  και  ειδικών  καλτσών,  καθώς  και  στην  αλλαγή  του  τρόπου  ζωής,  ενώ  η  χειρουργική  μπορεί  να  είναι  είτε  κλασική  με  αφαίρεση  των  κατεστραμένων  φλεβών  είτε  με  laser  όπου  οι  φλέβες  δεν  αφαιρούνται,  αλλά  συρρικνώνονται  και  μετατρέπονται  σε  ινώδεις  χορδές  χωρίς  αίμα  στο  εσωτερικό  τους.  Εδώ  και  αρκετά  χρόνια  η  ελάχιστα  επεμβατική  αντιμετώπιση  με  laser  αποτελεί  τη  συνηθέστερη  χειρουργική  προσέγγιση  αυτών  των  προβλημάτων  με  εξαιρετικά  αποτελέσματα.  Αν  τώρα  πρόκειται  για  ευρυαγγείες,  δηλαδή  το

πρώτο  στάδιο  της  νόσου,  τότε  η  ενδεικνυόμενη  θεραπεία  είναι  η  έγχυση  σκληρυντικών  ουσιών  (σκληροθεραπεία),  η  οποία  θα  εξαφανίσει  αυτές  τις  μικρές  φλέβες.  Σε  μεγαλύτερες  φλέβες  θα  μπορούσε  να  χορηγηθεί  αφρός,  πετυχαίνοντας  το  ίδιο  αποτέλεσμα,  δηλαδή  την  εξαφάνιση  της  φλέβας. 

Πρέπει  να  καταστεί  σαφές,  πως  ο  κάθε  ασθενής  αποτελεί  μια  ξεχωριστή  περίπτωση  και  συνεπώς  η  αντιμετώπιση  οφείλει  να  είναι  εξατομικευμένη.  Ο  αγγειοχειρουργός  εξετάζοντας  κάθε  ασθενή  ως  μεμονωμένη  περίπτωση,  θα  προτείνει  την  καλύτερη  δυνατή  λύση.