
Κατά την πρώτη επίσκεψη, λαμβάνεται από τον γιατρό λεπτομερές ιστορικό του ασθενή και κατόπιν πραγματοποιείται ενδελεχής κλινική εξέταση τόσο της αρτηριακής όσο και της φλεβικής κυκλοφορίας. Ακολούθως, εκτιμώνται οι απεικονιστικές (π.χ. αγγειογραφίες, αξονικές ή μαγνητικές τομογραφίες) και αιματολογικές εξετάσεις, που πιθανώς προσκομίζονται. Έχοντας πλεον σχηματίσει μια ολοκληρωμένη εικόνα, αναλύεται με τρόπο απλό και κατανοητό, χωρίς πολύπλοκους και δυσνόητους ιατρικούς όρους, τόσο το πρόβλημα όσο και το θεραπευτικό πλάνο.
Το πλάνο αυτό κινείται πάντα πάνω σε δυο βασικούς άξονες : την επιστημονική αρτιότητα και την εξατομίκευση. Η επιστημονική αρτιότητα αποτελεί τη συνισταμένη της προσωπικής εμπειρίας του Αγγειοχειρουργού και των διεθνών δεδομένων και οδηγιών, ενώ η εξατομίκευση σχετίζεται με το γεγονός, ότι κάθε περίπτωση είναι ξεχωριστή και ως τέτοια πρέπει να αντιμετωπίζεται. Με τον τρόπο αυτό ο ασθενής καθοδηγείται, ώστε να λάβει με σιγουριά τις απαιτούμενες αποφάσεις, για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημά του με απόλυτη επιτυχία.
Bασική μέριμνα του γιατρού είναι να αφιερώνει χρόνο στον ασθενή, ώστε ο τελευταίος φεύγοντας από το ιατρείο να έχει πλήρη γνώση της πάθησης και της θεραπείας, που θα ακολουθήσει. Προφανώς, αν ο ασθενής χρήζει περαιτέρω διαγνωστικών εξετάσεων, αυτές συνταγογραφούνται και προσκομίζονται σε δεύτερο χρόνο.